ναυαρχικός

ναυαρχικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε ναύαρχο (α. «ναυαρχικό αξίωμα» β. «ναυαρχικές δικαιοδοσίες»)
2. φρ. «ναυαρχικό σήμα» ή, απλώς, «ναυαρχικό» — διακριτικό σήμα που υψώνεται σε ιστό στον τόπο ή στο πλοίο από όπου ο ναύαρχος ασκεί επιχειρησιακή διοίκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύαρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1823 στα έγγραφα τού Α. Μιαούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ναυαρχικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ναύαρχο. 2. το ουδ. ως ουσ., ναυαρχικό το διακριτικό σήμα ναυάρχου ή αρχηγού στόλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”